Είμαστε μια βαρετή συντεχνία. Θα μπορούσα να προσθέσω με επιφύλαξη, όπως θα εξηγούσα τα πράγματα στον γιο μου, ότι είμαστε μια κακομαθημένη συντεχνία. Συχνά δυσκίνητη έως παράλυτη και κακογερασμένη.

Στα είκοσι τέσσερα χρόνια που βρίσκομαι στο χώρο της υγείας δεν θυμάμαι σχεδόν ποτέ ειλικρινή αιτήματα γιατρών για βελτίωση των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών. Όταν αναφερόμασταν στην αξιοκρατία, στην αξιολόγηση, στην ιατρική δεοντολογία, στην συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση, ήταν σαν τα θέματα αυτά να αφορούσαν κάποιους άλλους.

Η διεκδίκηση του ιατρικού σώματος παρέμενε πάντα η ίδια, η προστασία των κεκτημένων. Κάθε ομάδα ιατρών με μία πλειάδα αντισυγκρουόμενων συμφερόντων προσπαθούσε να προστατέψει το μικροπεριβάλλον της, χωρίς να δίνει σημασία στο σύνολο του ιατρικού σώματος, στις ανάγκες των ασθενών, στην παραπαίουσα αλληλεγγύη. Κάθε συντεχνία συμπεριφέρεται παρόμοια στην Ελλάδα, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί επαρκή δικαιολογία για τη στάση μας.
Ειδικά η τήρηση ιατρικής δεοντολογίας είναι μια εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή. Διεπόμενη από ένα Μεταξικό διάταγμα με τελευταία αναθεώρηση στην δεκαετία του 1950, αν και αξιόλογο κείμενο, δεν εκφράζει πλέον τους όρους της ιατρικής πρακτικής και καταστρατηγείται συστηματικά. Η ευθύνη των ιατρικών συλλόγων είναι ακέραιη και αποτελεί την κύρια αιτία υποβάθμισής τους.

Χρειαζόμαστε μάλλον επικοινωνιολόγους για να προσδιορίσουμε το στίγμα μας, για να επαναποκτήσουμε την επαφή με τον ασθενή. Οι ασθενείς στρέφονται στις εναλλακτικές ιατρικές ή αρνούνται τις ιατρικές υπηρεσίες επειδή έχουμε καταργήσει την «ερμηνευτική», την προσπάθεια να καταλάβουμε. Αυτό ισχύει παγκόσμια αλλά πουθενά δεν συνοδεύεται από τόσο έντονη δυσαρέσκεια και καχυποψία για την ποιότητα των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών.

Είμαστε μια βαρετή συντεχνία γιατί στην ουσία δεν θέλουμε τίποτα να αλλάξει. Γιατί αφομοιώνουμε δύσκολα και δύσπεπτα το νεότερο απ’ όπου και αν έρχεται. Γιατί φθονούμε κάθε επιτυχημένο, κάθε ταλαντούχο, κάθε διαβασμένο. Γιατί οι γιατροί όταν αρχίζουν ουσιαστικά την εξάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος ως ειδικευόμενοι ή ως ειδικευμένοι, δεν είναι πια νέοι.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας ιατρός που να μην επιχαίρει την σταυροφορία του υπουργού Υγείας έναντι των Πανεπιστημιακών. Εξαιρούνται οι ίδιοι. Η ρηχή και προστατευμένη αλαζονεία τους, όπως και αυτή των διευθυντών του Ε.Σ.Υ. και των κομματικών στελεχών δεν βοήθησε ποτέ την ανέλιξη των νέων «σοβαρών» ιατρών παρά μόνο των συγγενών και των «δικών» τους. Π.χ. το αγροτικό ισχύει ως θεσμός για τους απλούς ιατρούς και ποτέ για τους συγγενείς καθηγητών που απλά διενεργούν έρευνα για τις ανάγκες των ασθενών της υπαίθρου, οι απλοί ιατροί χάνουν τρία έως πέντε χρόνια της καριέρας τους σε αναμονή ειδικότητας ενώ οι συγγενείς και οι φίλοι ειδικεύονται ταχέως ως υπεράριθμοι συχνά με μισθό του ΙΚΑ.

Γιώργος Θεοχάρης
Παθολόγος
Πρόεδρος των SOS ΙΑΤΡΩΝ